- ἑσμοτόκος
- ἑσμοτόκος, ον,A producing swarms of bees, AP6.239 (Apollonid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσμοτόκος — ἑσμοτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει, που γεννά σμήνη μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
ἑσμοτόκον — ἑσμοτόκος producing swarms of bees masc/fem acc sg ἑσμοτόκος producing swarms of bees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)